- θεατρολογικός
- η , ό[ν] театроведческий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεατρολογικός — ή, ό [θεατρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεατρολογία ή στον θεατρολόγο … Dictionary of Greek